ὁπλοφύλαξ

ὁπλοφύλαξ
ὁπλο-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, , ,
A one who has the charge of arms, Ath.12.538b ; = custos armorum, IGRom. 4.733,736 ([place name] Eumenia) ; a name of Heracles at Smyrna, CIG3162, BMus.Cat.Coins Ioniapp.259,260.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁπλοφυλάκων — ὁπλοφύλαξ one who has the charge of arms masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλοφυλάκιο — το (Α ὁπλοφυλάκιον) [οπλοφύλαξ] τόπος όπου φυλάσσονται τα όπλα, οπλοθήκη …   Dictionary of Greek

  • οπλοφύλακας — ο (Α ὁπλοφύλαξ) ο υπεύθυνος για τη φύλαξη τών όπλων αρχ. προσωνυμία τού Ηρακλέους στη Σμύρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + φύλαξ (πρβλ. σωματο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”